γλωσσολογικός

γλωσσολογικός
η , ό[ν] языковедческий, лингвистический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γλωσσολογικός" в других словарях:

  • γλωσσολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη γλωσσολογία …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη γλωσσολογία: Γλωσσολογική μελέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • Κρέτσμερ, Πολ — (Paul Kretschmer, Βερολίνο 1866 – Βιέννη 1956). Γερμανός γλωσσολόγος και ελληνιστής. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες και επιστημονικές σπουδές του, διορίστηκε αρχικά υφηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου δίδαξε επί έξι χρόνια, και μετά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»